- χήρα
- η, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. χήρη Α1. γυναίκα που έχει χάσει τον σύζυγό της και παραμένει άγαμη (α. «ήτο έρημος και χήρα», Παπαδ.β. «οὐ παρθένον, ἀλλὰ χήραν», Πλούτ.)2. στον πληθ. οἱ χήρες και αίχῆραιεκκλ. τάξη αφιερωμένων στη διακονία τής Εκκλησίας χριστιανών γυναικών, για τις οποίες μεριμνούσε η Εκκλησία μετά τη χηρεία τους και οι οποίες επικουρούσαν τους κληρικούς στο ποιμαντικό τους έργονεοελλ.1. στον πληθ. ζωολ. κοινή ονομασία τών αφρικανικών στρουθιόμορφων πτηνών τής υποοικογένειας viduinae, με 12 περίπου είδη, που ανήκουν στην ίδια οικογένεια με τον σπουργίτη2. παροιμ. α) «η χήρα μέσα κάθεται κι έξω τήν κουβεντιάζουν» — δηλώνει ότι η χήρα, όσο και αν έχει άψογη συμπεριφορά, υπόκειται συνήθως σε κακολογίεςβ) «η χήρα πάντρευε την κόρη της το πλειότερο για λόγου της» — λέγεται για εκείνους που προσποιούνται ότι φροντίζουν για τους άλλους, ενώ στην πραγματικότητα επιδιώκουν το δικό τους συμφέρονγ) «να κλαιν' οι χήρες, να κλαίν' κι οι παντρεμένες;» ή «κλαίνε οι χήρες, κλαίνε και οι παντρεμένες» — λέγεται για εκείνους που παραπονούνται χωρίς λόγο ή σε ακατάλληλο χρόνοδ) «και τ' αρφανά πορεύονται κι οι χήρες κονομιώνται» — εκφράζει την ελπίδα ότι και οι άποροι έχουν τη δυνατότητα να βρουν τα μέσα συντήρησής τους και να επιζήσουνμσν.-αρχ.(σε κωμική χρήση) άνοστο φαγητό, παρασκευασμένο χωρίς καρυκεύματααρχ.ως κύριο όν.) ἡ Χήραπροσωνυμία τής Ήρας.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χή-ρα αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. τού θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. *χη-ρος (< *ghē-ro-) σχηματισμένου από την απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ghē- «είμαι άδειος, λείπω, αφήνω, φεύγω» (πρβλ. χατέω, χάζω, κιχάνω) με κατάλ. -ρος (πρβλ. λεπ-ρός). Αρχική, επομένως, σημ. τής λ. θα πρέπει να ήταν η σημ. «αυτή που είναι κενή, που έχει στερηθεί τον άνδρα της». Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι η λ. πλάστηκε αρχικά για να χαρακτηρίσει μόνο τη γυναίκα, ενώ μόνο στους μτγν. χρόνους απαντά και αρσ. τ. χῆρος, ο οποίος αναφερόταν αρχικά σε ζώα και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για τον άνδρα. Η λ. χήρα, τέλος, πρέπει να αντικατέστησε στην Ελληνική έναν αρχικό τ., ο οποίος θα αναγόταν στον ΙΕ τ. *widhewā «χήρα» (πρβλ. αγγλ. widow, γερμ. Witwe), βλ. και λ. ηίθεος].
Dictionary of Greek. 2013.